- εξηκοντούτης
- οπου έχει ηλικία ή διαρκεί 60 χρόνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἑξηκοντούτης — masc/fem acc pl (attic epic doric) ἑξηκοντούτης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἑξηκοντούτης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξηκοντούτης — ο (θηλ. εξηκοντούτις) (AM ἑξηκοντούτης, ες) ηλικίας εξήντα ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + ετής, με συναίρεση] … Dictionary of Greek
ἑξηκοντούτεις — ἑξηκοντούτης masc/fem acc pl ἑξηκοντούτης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
υπερεξηκοντούτης — ο / ὑπερεξηκοντέτης, ες, ΝΑ αυτός που έχει ηλικία μεγαλύτερη από εξήντα χρονών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἑξηκοντούτης, ἑξηκονταέτης] … Dictionary of Greek
ἑξηκοντούτας — ἑξηκοντούτᾱς , ἑξηκοντούτης masc/fem acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)